Εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀρχίσῃ δημιουργία Ἑλληνικῆς ζωῆς ἐνόσῳ ὅλα τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ πρῶτον κουρέλι τοῦ λίκνου -καὶ ὅλων τῶν ἰδεῶν- μέχρι τοῦ τελευταίου κουρελίου τοῦ τάφου, εἶναι ξένα.
Τὸ κτύπημα τῆς ξενομανίας εἶνε τὸ πρῶτον κίνημα, ὁ πρῶτος ἀγὼν τῶν ποθούντων νὰ ἀγωνισθοῦν διὰ μίαν ἀρχὴν Ἑλλάδος.
Ἡ ξενομανία εἶνε χωριατιά. Εἶνε προστυχιά. Εἶνε κουταμάρα. Εἶνε ἀφιλοτιμία. Εἶνε ἀφιλοπατρία. Καὶ εἶνε ξυππασιά. Καὶ εἶνε ἀμάθεια.
Αὐτὸς ὁ ἀνώτερος, ὁ πλούσιος, ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ ταξειδευμένος, ὁ παντογνώστης, ὁ παντοκρίτης, ὁ ἰατρός, ὁ δικηγόρος, ὁ πολιτικός, ὁ παππᾶς, ὁ δάσκαλος, ὁ καθηγητής, ὁ τραπεζίτης, ὁ ἔμπορος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος, ποὺ ἐπῆγε εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ ἐγύρισε ξενομανής, εἶνε ἀμαθής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε κούτσουρον. Δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ἐπῆγε καὶ ἐγύρισε χωριάτης, δι᾿ αὐτὸ εἶνε ξενομανής. Ὅ,τι εἶδε, ὅ,τι ἔμαθε δὲν τοῦ ἐχρησίμευσεν εἰς τίποτε. Δὲν ἐδιόρθωσε τὸ κεφάλι, τὸ ἐχάλασε. Δὲν ἐφωτίσθη, ἀλλὰ ἐτυφλώθη διὰ πάντα. Δι᾿ αὐτὸ εἶναι ξενομανής.
Κάνει τὸν Εὐρωπαῖον, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον, τὸ κεφάλι του κάθε ἄλλο παρὰ νὰ ἔχῃ σχέσιν μὲ τό τωρινὸν Εὐρωπαϊκόν κεφάλι. Ὁ ἰδικός μας Ἐσπεριοειδὴς εἶνε σὰν τὸν ἀράπη ποὺ πηγαίνει εἰς τὸ Παρίσι καὶ φορεῖ Παρισινὰ ροῦχα. Εἶνε ξενομανής, διότι ἅμα τοῦ ἀφαιρέσῃς αὐτό, δὲν μένει τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτόν. Ἀφαίρεσέ του τὰ ροῦχα, τὰ τέσσαρα ξένα λόγια, τὸ τσάι, τὰ δέκα ὀνόματα ποὺ ἐπαναλαμβάνει, τὰς δέκα ἰδέας ποὺ ἔμαθε καὶ βάλε τον νὰ ἐρασθῇ. Δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ σκεφθῇ νὰ κάμῃ τὸ παραμικρόν. Εἶνε ἕνα μυαλὸ τιποτένιον, ἕνα κεφάλι ἐντελῶς ἄχρηστον διὰ τὸ κάθε τι. Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ δύναμις, ὅλη του ἡ σοφία εἶνε νὰ λέγῃ, καὶ ξαναλέγῃ τὰ τέσσαρα πράγματα που ἔμαθε. Θέλετε νὰ τὸ εἰδῆτε καθαρὰ ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Εὐρωπαῖον τὸ ροῦχον; Πάρετε τὸν Τρικούπην, τὸν Δηλιγιάννην, τὸν Θεοτόκην, τὸν Ζαΐμην, ὅλους τοὺς Στρατηγοὺς καὶ ὅλους τοὺς ἐν τέλει τῶν γραμμάτων καὶ τῶν πραγμάτων. Εἰπέτε τους νὰ ἐνδύσουν τὸν στρατὸν μὲ τὰ θαυμάσια Ἑλληνικὰ ὑφάσματα καὶ ἐνδύματα διὰ νὰ μένουν εἰς τὸν τόπον ἑκατομμύρια ἑκατομμυρίων ποὺ φτερουγίζουν τόσα ἔτη τώρα πρὸς τὴν τσέπην τῶν ξένων, διὰ νὰ ἔχουν τὸν ὡραιότερον ζωγραφικώτερον καὶ φθηνότερον στρατὸν τοῦ κόσμου. Ὅλοι θὰ φρίξουν διὰ τὴν βαρβαρότητά σας, διὰ τὴν κουταμάρα σας, διὰ τὴν προστυχιά σας, διὰ τὴν ἀμάθειάν σας. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀνεπτυγμένος, ὁ Ἐσπεροειδὴς Ἕλλην. Φαντασθῆτε τώρα τὶ εἶνε οἱ ἄλλοι ξενομανεῖς, ὅταν τοιοῦτοι εἶνε οἱ πρῶτοι. Καὶ κυττάξετε τὶ εἶνε ὁ Εὐρωπαῖος. Ὁ Εὐρωπαῖος εἰς τὴν Κρήτην ἐννοεῖ καὶ τὴν ἀξίαν καὶ τὴν οἰκονομίαν καὶ κυριώτατα τὴν ὡραιότητα τοῦ Κρητικοῦ ἐνδύματος καὶ αὐτὸς ὁ πραγματικὸς Εὐρωπαῖος ἐνδύει τὸν οτρατιώτην μὲ τὴν Ἑλληνηκήν του στολήν. Καὶ εἴδατε τὶ θαυμασία ζωγραφιὰ εἶνε ὁ Κρητικὸς στρατιώτης. Παρόμοια ἀνεξαιρέτως εἶνε ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα. Παρομοίας ὡραιότητος. Παρομοίως δυνάμεθα νὰ ἔχωμεν τὰ πάντα Ἑλληνικά. Καὶ παρομοίας προστυχιᾶς, κουταμάρας, ἀκαταληψίας καὰ ἀμαθείας, εἶνε ὅλοι οἱ ξενομανεῖς εἰς ὅλα τὰ ζητήματα. Βγάλετε ἀπὸ τὸν νοῦν σας ὅτι ἀπὸ τοὺς Ἑλληνογάλλους, Ἑλληνοάγγλους, Ἑλληνοϊταλούς, Ἑλληνογερμανοὺς εἶνε δυνατὸν νὰ γεννηθῇ τίποτε σωστόν, τίποτε Ἑλληνικόν. Αὐτοὶ εἶνε φρενοβλαβεῖς. Χθὲς ἐφώναζεν ἡ «Ἀκρόπολις» ὅτι διὰ νὰ στρώσουν τοὺς δρόμους μὲ γρανίτην, ἐσκέφθησαν ἀμέσως νὰ τὸν φέρουν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικόν, ἐνῷ ἔχομεν εἰς τὸ Λαύριον. Ὡς καὶ οἱ δασονόμοι ἀκόμη παρεφρόνησαν καὶ διέγραψαν ἀπὸ τὴν φύτευσιν τῶν γυμνῶν τόπων, ἀπὸ τὴν διακόσμησιιν τῶν δρόμων καὶ τῶν δημοσίων κήπων πλατειῶν, τὴν ἐληὰ καὶ τὴν συκιά, κάθε φυτὸν ἰδικόν μας καὶ φέρουν, φέρουν σπόρους φυτὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν δασῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ δὲν πηγαίνουν νὰ πάρουν τὰ θαυμασιώτερα καὶ διακοσμητικώτερα φυτὰ τῶν δασῶν τῆς Ἑλλάδος! Τὸ κυριώτατον χαρακτηριστικὸν τοῦ ξενομανοῦς εἶνε ὅτι ἐνόσῳ δὲν βλέπει ἕνα πρᾶγμα Εὐρωπαϊκόν, μὲ μάρκα Εὐρωπαϊκήν, μὲ ὑπογραφὴν Εὐρωπαϊκήν, δὲν τολμᾷ οὔτε νὰ τὸ ἰδῇ, οὔτε νὰ τὸ πιάσῃ, οὔτε νὰ τὸ ἐξετάσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του εἶνε ἄχρηστον. Τὸ περιφρονεῖ διότι δὲν εἶνε ἰκανὸς νὰ τὸ ἐννοήσῃ. Διότι τὸ κεφάλι του δὲν τοῦ χρησιμεύει εἰς τίποτε. Δὲν σκέπτεται, δὲν γεννᾷ τίποτε. Εἶνε σταματισμένον. Ἐπαναλαμβάνει μόνον. Ἀντιγράφει μόνον.
Κτυπήσατε τὴν ξενομανίαν, ἄνθρωποι τῆς ἰδέας. Κρατήσατε ὅ,τι ἔχετε ἑλληνικόν, ἄνθρωποι τῆς λαϊκῆς καὶ τῆς μεσαίας καὶ τῆς ἀνωτέρας τάξεως.
Κουβαληθῆτε ὅλοι εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ἀπέναντι τοῦ ζαχαροπλαστείου Γιανάκη, πλησίον τῆς πολυφήμου Lizie ἡ ὁποία σᾶς ἄδειασε τὴν τσέπην. Εἶνε τὸ μαγαζὶ τῆς λαίδης Ἔτζερτων τῆς ἀγγλίδος ἀριστοκράτιδος καὶ κυρίας τοῦ πρέσβεως τῆς Ἀγγλίας. Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ κυττάξετε ἄνθρωποι θεόκουτοι καὶ ἀκαλαίσθητοι. Ἐκεῖ τὰ ὑφάσματα εἶνε τὰ κεντήματα τὰ ὁποῖα κάθε κόρη τοῦ λαοῦ γνωρίζει νὰ κεντᾷ ἄδουσα. Κυττάξετε τὰς τιμάς. Εἶνε ἀκριβώτερα ἀπὸ κάθε εὐρωπαϊκά. Διότι εἶνε ὡραιότερα ἀπο κάθε εὐρωπαϊκά. Αὐτὰ τὰ ὁποῖα σεῖς εἴχατε, ἡ κόρη δύναται νὰ τὰ κάμῃ, σεῖς ἔχετε αὐτὰ τὰ ὁποῖα κρύβετε πετᾶτε ἀπὸ τό φόρεμά σας ἀπὸ τήν σάλα σας διότι τὰ θεωρεῖτε πρόστυχα, αὐτὰ πωλοῦνται εἰς τὸ Λονδῖνον ὡς εὐγενέστατα καὶ ὡραιότατα. Ἐντροπή, ἄνθρωποι ἕλληνες νὰ ἐπιδεικνύετε τοιαύτην ἀκαλαισθησίαν. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἰταλογαλλλικά καὶ γερμανοεβραϊκὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐγεμίσατε τὰ σπήτια σας καταξοδευόμενοι, κλέπτοντες, ἀτιμαζόμενοι διὰ νὰ εὔρετε τὰ χρήματα, νομίζοντες ὅτι κάτι κάνετε, ὅτι θὰ φανεῖτε πολιτισμένοι, ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς εἶνε προστυχότατα, βαναυσότατα καὶ σᾶς ἀποδεικνύουν φρικαλέαν ἀκαλαισθησίαν καὶ βαθὺ χωριατισμόν.
Ἀρχίσετε ἀπὸ τὸ σπῆτι. Πετάξετε τὰ ταπέτα τὰ ψεύτικα ποὺ πληρώνετε τόσον ἀκριβὰ καὶ ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνον δὲν ἔχετε τίποτε. Βάλετε τὰς Ἑλληνικὰς ἀνδρομίδας τὰς αἰωνίους. Ὅλη ἡ Θεσσαλία, ὅλη ἡ Πελοπόννησος καλλιτεχνεῖ θαυμάσια εἴδη. Μὲ ἐλάχιστα χρήματα, ἔχετε ὡραιότατα πράγματα καὶ στερεότατα καὶ ἀσυγκρίτως εὐγενεστέρων χρωματισμῶν. Μὲ τίποτε ὡραιότερα καὶ πλουσιότερα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ στρώσῃ κανεὶς μίαν αἴθουσαν παρὰ μὲ τὰ ὁλόλευκα μαλλιαρὰ χαλιὰ ποὺ ἔχουν μόνον ἕνα μαῦρον περιθώριον. Εἰκοσιπέντε καὶ τριανταπέντε καὶ σαρανταπέντε δραχμὰς στοιχίζει μόνον ἡ μία εἰς τὰ μαγαζειὰ τοῦ Δημοπρατηρίου. Βάλετε τοὺς σοφάδες σας μὲ τὰ ὡραῖα ἐγχώρια ὑφάσματα εἰς τὴν θέσιν των. Καλλιτεχνήσατε μὲ τὰ χέρια σας τὰ ὡραῖα σκεπάσματα. Εἶνε πρόστυχοι καὶ γελοῖοι οἱ καναπέδες σας μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ παληόπανα τὰ ὁποῖα κάμνει ἡ Εὐρώπη διὰ τοὺς κουτοὺς καὶ βαρβάρους λαοὺς ποὺ φέρουν ὅλα τὰ μάρκα «διὰ τὴν Ἀνατολήν». Καὶ παρουσιάζετε κωμικώτατον θέαμα μὲ τοὺς καναπέδες σας ποὺ δὲν ξεύρετε νὰ καθήσετε ἐπάνω, καὶ εἶνε θεόκουτον καὶ ἀξιολύπητον πρᾶγμα νὰ μὴν ἔχετε ἕναν καναπὲ νὰ ἀναπαύσετε τὸ κόκκαλόν σας. Πετάξετε τὰ βάζα καὶ τὰ χρυσόχορτα καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παληοπράγματα τὰ μαζευμένα ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ χωριά. Ἕνα κανάτι ξύλινον τῆς Κορίνθου ἀπὸ τὸ ἀρωματῶδες κυππαρίσι μὲ τὰ ὡραῖα του στεφάνια καὶ μὲ ὁλίγα ἄνθη τοῦ ἀγροῦ μέσα, εἶνε κομψοτέχνημα ποὺ θὰ τὸ ἐζήλευεν ὁ κάθε Εὐρωπαῖος καλλιτέχνης. Κάνετε τὰ ἔπιπλά σας ἀπὸ ξύλα τοῦ τόπου σας, ἀπὸ τὴν ἐληά σας, ἁπλᾶ, ἥσυχα, ἥμερα, ἀναπαυτικά. Μὴν τὰ μαυρίζετε σὰν νὰ σᾶς ἀπέθαναν δώδεκα παιδιὰ εἰς τὸν τόπον ποὺ δὲν μαυρίζει οὔτε τὸ μάρμαρον εἰς χιλιάδες χρόνια. Μία εἰκὼν συγχρόνου ζωγράφου ἰδικοῦ σας καὶ ἡ ἀτελεστάτη ὅλων ὡς χιλιάκις προτιμοτέρα καὶ εὐγενεστέρα, στολίζει ἑκατομμυριάκις περισσότερον τὴν σάλα σας, καὶ σᾶς ἀποδεικνύει ἑκατομμυριάκις πλέον πολιτισμένους παρὰ οἱ πεντακοσιόδραχμοι χρυσοκαθρέπται οἱ βαναυσότατοι ποὺ σᾶς ἀποδεικνύουν ἀκαλαισθήτους καὶ χρησιμεύουν μόνον διὰ νὰ κατακλίνωνται ἡ μῦγες εἰς χρυσὰ κρεβάτια.
Ἕνας ἁπλοῦς σοφᾶς, μὲ ἕνα ὕφασμα χειροτεχνημένον, μὲ ἕνα ράφι ἀπὸ ἁπλοῦν ξῦλο, μὲ ὁλίγα ἁπλούστατα πράγματα ἑλληνικὰ καὶ γίνεσθε καὶ φαίνεσθε περισσότερον πολιτισμένος παρὰ ἐὰν ἐξοδεύσετε ὅλην σας τὴν περιουσίαν διὰ νὰ πάρετε πολυτελῆ Εὐρωπαϊκά πράγματα. Καὶ ἐπὶ τέλους διατί αὐτὴ ἡ κουταμάρα; Τί τοῦ χρεωστᾶτε τοῦ Ἰταλοῦ, τοῦ Γάλλου, τοῦ Γερμανοῦ διὰ νὰ δουλεύετε δι᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ δίδετε ὅλον σας τὸ χρῆμα ποὺ κερδίζετε μὲ ἀγῶνας; Διατί νὰ σᾶς διευθύνῃ καὶ σᾶς ἐπιβάλλῃ τὸ γοῦστό του ὁ κάθε ἐργοστασιάρχης καὶ ἔμπορος τοῦ Μονάχου καὶ τῆς Μασσαλίας; Σεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωπος; δὲν ἔχετε γοῦστο; δὲν ἔχετε καὶ σεῖς δικαίωμα νὰ κάμετε μόδα οὔτε εἰς τὸν τόπον σας, οὔτε μέσα εἰς τὸ σπῆτι σας; Διατί νὰ εἶσθε Σκλάβοι;
Ἀρχίσατε ἀπὸ τὸ σπῆτι σας νὰ πετᾶτε τὰ παληοπράγματα ποὺ ἐμαζεύσατε, πετᾶτε ἕνα ἕνα ἀντικαθιστῶντες αὐτὰ μὲ ἑλληνικά, ἕως ὅτου σιγὰ σιγὰ κατορθώσωμεν νὰ πετάξωμεν τὰ πάντα καὶ δημιουργήσωμεν ὅλοι μας τὸν κόσμον ὡραῖον ὅπως εἶναι ἡ γῆ μας, τὰ βουνά μας, ὅλα τὰ καλλιτεχνήματα τοῦ λαοῦ μας καὶ ἐνδύσωμεν τὰ πάντα ἀπὸ τὸ λίκνον ἕως τοῦ τάφου μὲ τὸ ὡραῖον ὁλόχαρο φῶς καὶ χρῶμα καὶ γραμμὰς τῆς Ἑλλάδος.
«Ἡ ξενομανία», «Ὁ Νουμᾶς» – ἀρ. 5, 16 Ιανουαρίου 1903 – Περικλῆς Γιαννόπουλος
Ὁ δημιουργὸς τοῦ παρόντος ἱστοχώρου, κόβει καὶ αὐτὸς λίγα ἀγριολούλουδα ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου καὶ τὰ ἀποθέτει ταπεινὰ στὸν Ἱερὸ Βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Γιὰ ἐκεῖνον. «Καὶ ἔτρε_με ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη»…
«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
»Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
»Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους […]»
(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)