Τις… βούλεται;

Όποια-ος θέλει ασφάλεια δεν έχει και δεν θα έχει ποτέ ελευθερία. Όποια-ος αρνείται να κυριαρχηθεί, δεν θα κυριαρχήσει ποτέ. Όποια-ος δεν γοητεύεται και δεν ερωτεύεται δεν θα γοητεύσει και δεν θα την/τον ερωτευτούν ποτέ. Όποια-ος φοβάται την εξουσία είναι δηλωμένη-ος δούλος. Όποια-ος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη ζωντανός-νεκρός (zombie).

Την αποκοτιά από το θάρρος χωρίζει μια λεπτή κόκκινη γραμμή βουτηγμένη στο αίμα. Είμαστε και θα είμαστε πάντα αυτό που προσπαθούμε να αποδείξουμε και συνάμα να ανακαλύψουμε. Το ζήτημα λοιπόν θα μετατίθεται μονίμως στο “γνώθι σαυτόν” *. Αυτό που στην ηρωική (ερωτική) και εξόχως τραγική («σκληρή») «εποχή» ήταν η φύση μας (η φύση του ανθρώπου, η μόνη αναγνωρισμένη φύση μας), μετά την επικράτηση της χριστιανικής βαρβαρότητας κατέστη η αρρώστια μας. Ο σκληρός πυρήνας του ελληνικού κοσμοειδώλου είναι: η αυτό-κατανόηση της θνητότητας μας και του μεγαλείου που εμπεριέχει (είμαστε θνητοί θεοί) και ο αυτοκαθορισμός της τραγικής μας φύσης.

Στην μετά-νεωτερική κατάσταση, στο «τέλος των καιρών», κατέστη ξεκάθαρο επιτέλους, ότι, τα «γλωσσικά παιγνίδια» δεν είναι η απόδειξη της «ελαφρότητας» του καιρού μας, αλλά ο πυρήνας (ένας από τους πυρήνες), αυτού του «νέου πολέμου». Όποιος ορίζει τις «ερωτήσεις» και την «agenda», κυριαρχεί αργά ή γρήγορα και στο βασίλειο των λέξεων και στα πράγματα. Ο κόπος και οι «θυσίες» που απαιτούνται για να έχει το προβάδισμα των ορισμών, ο επιθυμών την ισχύ (δύναμη), δεν μας απασχολεί στο παρόν κείμενο και θα γίνει αντικείμενο συμπληρωματικής ανάλυσης. Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα και η πύκνωση ή η αραίωση των αφηγήσεων καθώς και η ιεράρχησή τους, δεν είναι αποτέλεσμα της καθαρής μας βούλησης, ας μην αυταπατώμεθα. Η συζήτηση περί της βίας και της μη βίας και η απαίτηση για καταγγελία της, απ΄ όπου και αν προέρχεται, έτσι γενικά και αφηρημένα, είναι η βία της «συζήτησης» των εξουσιαστών. Μόνο ανίκανοι, ανόητοι, εθελόδουλοι ή και αυτόκλητοι υπηρέτες της εξουσίας εμπλέκονται στην ρητορική και την διαλεκτική της εξουσίας. Όποιος, με την σειρά του, «είναι μέσα στα πράγματα» ή και επιθυμεί να συνεχίσει να είναι, ή και αρκείται εν τέλει απλά σ΄ αυτό, αγωνιζόμενος πιθανόν και διεκδικώντας μια καλύτερη θέση (με ότι κι αν σημαίνει αυτό) στην υφιστάμενη πραγματικότητα, ορίζεται και ακόμη πιο βίαια καθορίζεται από αυτή την πραγματικότητα. Τις μεγαλύτερες αυταπάτες, εντός κάθε πραγματικότητας που ορίζεται, καθορίζεται και περιορίζεται από σχέσεις εξουσίας, τις έχουν βεβαίως εκείνοι (οι φτωχοδιάβολοι και μη…), οι αμετανόητοι εραστές της ουτοπίας, που φλερτάρουν με «τα άκρα» και τις «ακρότητες», αφού δεν αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν το καλύτερο «λάδι» του μηχανισμού και την διαχρονική «βαλβίδα ασφαλείας» του. Η εξουσία θα διαχειρίζεται πάντα τον τρόμο και θα ασκεί τρομοκρατία, με ή χωρίς «θεωρίες των άκρων», γιατί είναι η ίδια τρόμος, μια καθολικά παρά φύσιν κατάσταση. Ο «ρεαλισμός» της υποταγής, πόσο δε μάλλον η καύλα της «επανάστασης» και το φλερτ με τις ακρότητες, δεν προσφέρει καμιά εγγύηση, δεν εγγυάται απολύτως τίποτα. Δεν υπάρχει προσωπικός δρόμος για την ελευθερία και είναι πια πασιφανές ότι τόσο ο «ρεαλιστής» της υποταγής, όσο και ο «πύρκαυλος» της «επανάστασης», τρέφουν μόνο, με αυτό-αναφορική μανία, τον ναρκισσισμό τους και το φάντασμα της ελευθερίας. Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι όλος αυτός ο «επαναστατικός» εσμός κάνει χρήση και κατάχρηση του όρου αυτονομία. Τον ίδιο όρο (αυτονομία) χρησιμοποιεί κατ΄ ουσία και καταναλώνει αμάσητο και ο υποταγμένος ιδιώτης «ρεαλιστής». «Ιδεολογική τροφή» για τους «αφελείς» τόσο των «άκρων» όσο και της μεσότητας υπάρχει μπόλικη και προσφέρεται «δωρεάν» και πλουσιοπάροχα. Ο «φιλελευθερισμός» και ο νέο-«φιλελευθερισμός» συναντιέται με την αναρχία (με ή χωρίς « ») και τον αριστερισμό και το πάρτυ της εξουσίας, εις υγεία των κορόιδων, συνεχίζεται. Με την εξουσία δεν ξεμπερδεύεις ούτε με την «Λαιμητόμο Αρετή», όπως αριστοτεχνικά έχει συγγράψει και τιτλοφορήσει το βιβλίο του ο Βλάσης Γ. Ρασσιάς, για να τιμήσει τις μορφές της Γαλλικής Επανάστασης, γιατί η «Λερναία Ύδρα» θα γεννάει κεφάλια,  διαρκώς και κάθε φορά που θα χαλαρώνει η αντίσταση της πόλης και θα ατονεί η βουληφόρος αγορά. Όσο θα αρνείται πεισματικά η/ο κάθε πολίτης την καταβύθιση στα μύχια της ψυχής του και την αναμέτρηση με του δαίμονες του, τόσο θα «ταΐζει» τους φόβους του. Ο Maximilien François Marie Isidore de Robespierre το ήξερε πολύ καλά αυτό και το ήξερε μέχρι τέλους.

Δεν μπορούμε να επιστέψουμε σε μια «παρελθούσα εποχή», παρά το σπειροειδές του σύμπαντος και το χαώδες του χρόνου, ίσως και εξαιτίας αυτού… Μπορούμε όμως, να επιστρέφουμε πάντα στον εαυτό μας, να ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά την ουσία μας. Είμαστε και υποχρεούμαστε να είμαστε άνθρωποι (ανθρώπινοι, βαθιά ανθρώπινοι) του καιρού μας, μέσα από τον καιρό μας, οδεύοντας συχνά κόντρα σ΄ αυτόν, με οδηγό και πρότυπο άλλους καιρούς, απολαμβάνοντας, εν τέλει, το ταξίδι . . .

Η Ιθάκη θα είναι πάντα η πρόφαση και η Τροία ακόμη καίγεται . . .

Να λοιπόν πως οι λέξεις και τα πράγματα ορίζουν τους ανθρώπους. Ήρθε ο καιρός, να αλλάξουμε και τις λέξεις και τα πράγματα.

Αργά ή γρήγορα, αλλά σε κάθε περίπτωση σταθερά, θα ανακαλύπτουν οι πολλοί, εφεξής, ότι, πλείστα όσα νοήματα και σημασίες που διαφημίζονταν (και κυρίως αυτοδιαφημίζονταν) σαν ριζοσπαστικά, είναι συντηρητικά (έως και αντιδραστικά), ενώ άλλες, «συντηρητικές» αφηγήσεις, που προβάλλονταν «δειλά» μέχρι τα τώρα από τους φορείς τους, υπό την έννοια ότι διέθεταν τον τρόπο της αξιοπρέπειας και την αρετή της αγχίνοιας, δεν είναι δα και τόσο «συντηρητικές» . . .

Οι καιροί ου μενετοί


* γνώθι σαυτόν: η αυτεπίγνωση, η αυτογνωσία

(αρχαία ελληνική φράση «γνῶθι σαὐτόν» < γιγνώσκω + εαυτός)

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται !!!